- ετερόζηλος
- ἑτερόζηλος, -ον (ΑΜ)αυτός που έχει υπερβολικό ζήλο υπέρ τού ενός μέρους, ο μεροληπτικόςμσν.(για πλάστιγγα) αυτός που κλίνει προς το ένα μέροςαρχ.1. ο αφοσιωμένος σε άλλη επιδίωξη, αυτός που στρέφει τον ζήλο του σε διαφορετικά πράγματα2. αυτός που έχει διαφορετικές τάσεις ή ορέξεις.επίρρ...ἑτεροζήλωςάδικα, μεροληπτικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + ζήλος].
Dictionary of Greek. 2013.